- ἀχάριστα
- ἀχάριστοςungraciousneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безблагодатьныи — (1*) пр. Неблагодарный: за нѩ же х(с)ъ туне оумре. безъблг(д)тьны˫а твари. непри˫азниваго здань˫а. се ли зазираѥши. б҃у бл҃годѣ˫анье. (ἀχάριστα) ГБ XIV, 10а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
безчьстивыи — (2*) пр. Нечестивый. В роли с.: и дв҃дъ по˫асатисѩ силою ѡ(т) б҃а велми хвали(т). и самого б҃а повѣдае(т). оболчена в силу и по˫асана. ˫авъ ||=на бещьстивы˫а. (κατὰ τῶν ἀσεβῶν) ГБ XIV, 67а б; ||=неблагодарный: Противу симъ что гл҃ють на(м)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
ψωμοπάτης — ο, θηλ. ψωμοπάτισσα, Ν μτφ. αυτός που φέρεται αχάριστα στον ευεργέτη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + πάτης (< πατώ), πρβλ. ὁρκο πάτης] … Dictionary of Greek